-
1 φωράω
A search after a thief or theft, search a house to discover stolen goods, φωράσων ἔγωγ' εἰσέρχομαι Ar.l.c., cf. Ra. 1363 (lyr.);φωρᾶν παρά τινι Pl.Lg. 954a
.2 generally, detect, discover, ; οὐδένα ἄν τις φωράσαι τῶν.. καλουμένων δυνατῶν.. ῥητόρων ὅς οὐ .. Phld.Rh.2.247 S.: freq. c. part.,ἀργύριον πῶς φωράσειεν ἄν τις ἐξαγόμενον; X.Vect.4.21
;τοῦτο φ. δρῶντας ἡμᾶς Pl.Ti. 63c
;φ. τινὰς ἐπιβουλεύσαντας Arist.Pol. 1306b30
;ψεῦδος ὂν ἐφωράσαμεν Phld.Mus.p.55
K.: c. acc. et inf.,τὸν Ἀχιλλέα ἐρᾶν πεφώρακας Philostr.Im.2.7
:—[voice] Pass., to be detected, D.2.10;πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Plb.6.56.15
;ὁ φωραθείς BGU1730.8
(i B. C.): mostly c. part.,φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκώς D.45.19
;κλέπτης ὢν φ. Id.22.71
, cf. 21.41;εἴ τις φωραθείη φυτεύσας IG7.2226.28
(Thisbe, iii A. D.);ἀδύνατος ὢν φ. Th.8.56
: also with Adjs., κακὸς (sc. ὤν)ἐφωράθη φίλοις E.Or. 740
(troch.), cf. Jul.Or.2.62a: c. inf.,Ἑλληνικὸν εἶναι πεφ. Plu.2.714d
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский